Οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ ἱερεῖς δέν πρέπει νά καταριοῦνται, ἀλλά νά εὔχωνται

2022-02-20

        Ἰ­δι­αι­τέ­ρως φρόντιζε γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, νά μήν κα­τα­ρι­έ­σαι καί νά μήν ἀ­φο­ρί­ζης ἁ­πλά καί χωρίς λόγο. Αὐ­τό εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό βαρ­βά­ρων καί ἀ­παι­δεύ­των ἀν­θρώ­πων. Ἀλλά καί ἐμ­πο­δί­ζε­ται καί ἀ­πό τούς θεί­ους κα­νό­νες καί εἶ­ναι ἀ­νάρ­μο­στο ἀ­πό κά­θε ἄ­πο­ψι­ στό ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα, διότι ὁ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας πρέ­πει πάν­τα νά εὔ­χε­ται καί νά εὐ­λο­γῆ τό ποί­μνιό του καί ὄ­χι νά τό κα­τα­ρι­έ­ται.

        Ἄν ὁ Θε­ός δέν ἤ­θε­λε νά λαμ­βά­νη κά­ποι­α κα­τά­ρα ἐ­κεῖ­νος ὁ πα­λαιός λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ἀλ­λά εὐ­λο­γί­α, ὅ­πως ἔ­χει γρα­φῆ: «Ὁ Βα­λα­άμ εἶ­δε ὅ­τι ὁ Κύ­ριος ἤ­θε­λε νά εὐ­λο­γή­ση τό Ἰσ­ρα­ήλ» (Ἀ­ριθμ. 24,1), πό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο λοι­πόν τώ­ρα δέν θέ­λει νά δέ­χε­ται κα­τά­ρες, ἀλ­λά κά­θε εὐ­χή καί εὐ­λο­γί­α ὁ νέ­ος Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νος μέ τό αἷ­μά Του χρι­στώ­νυ­μος καί πε­ρι­ού­σιος λα­ός; Γι' αὐ­τό καί ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος Πέ­τρος ἔ­γρα­φε στούς χρι­στια­νούς: «Σ' αὐ­τό ἔ­χε­τε κα­λε­σθῆ, στό νά κλη­ρο­νο­μή­σε­τε εὐ­λο­γί­α»­ (Α΄ Πέ­τρου 3,9). Καί ἄν ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πα­ραγ­γέλ­λει σέ ὅ­λους γε­νι­κά τούς χρι­στια­νούς νά εὐ­λο­γοῦν καί ὄ­χι νά κα­τα­ρι­οῦν­ται: «Εὐ­λο­γεῖ­τε καί μή κα­τα­ρι­έ­στε» (Ρωμ. 12,14), πό­σο μᾶλ­λον τό πα­ραγ­γέλ­λει αὐ­τό στούς Ἁγί­ους Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί ἱ­ε­ρεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι οἱ πη­γές τῶν εὐ­λο­γιῶν.

       Πολ­λά εἶ­ναι τά πα­ρα­δείγ­μα­τα, πολ­λά τά ρη­τά τά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φέ­ρουν πό­σο κα­κό εἶ­ναι ἡ κα­τά­κρι­σι, ἡ ὕ­βρις καί ἡ λοι­δο­ρί­α, πού ἄν μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά τά συγ­κεν­τρώ­ση, θά μπο­ροῦ­σε νά φτιά­ξη βι­βλί­ο.

      Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ά­κω­βος, λέ­γον­τας ἀρ­κε­τά κα­τά τῆς γλώσ­σας, προ­σθέ­τει στό τέ­λος: «Με­τα­ξύ τῶν με­λῶν μας, ἡ γλῶσ­σα εἶ­ναι ἐ­κεί­νη πού μο­λύ­νει ὁ­λό­κλη­ρο τό σῶ­μα καί πυ­ρα­κτώ­νει τόν τρο­χό τῆς ζω­ῆς, δη­λα­δή ὅ­λη τήν ἁρ­μο­νί­α καί τήν κί­νη­σι τῆς φύ­σης μας καί πυ­ρα­κτώ­νε­ται καί αὐ­τή ἀ­πό τή γέ­ε­να» (Ἰ­ακ. 3,6).

      Ὁ Ὅ­σιος Παμ­βώ σέ δι­ά­στη­μα σα­ράν­τα ἐν­νέ­α ἐ­τῶν δέν μπό­ρε­σε νά μά­θη στήν πρά­ξι ἐ­κεῖ­νον τόν ψαλ­μό: «Εἶ­πα καί ἀ­πο­φά­σι­σα νά προ­σέ­χω σέ ὅ­λη μου τή συμ­πε­ρι­φο­ρά, γιά νά μήν ἁ­μαρ­τά­νω μέ τήν γλῶσ­σα μου» (Ψαλμ. 38,2). Καί ὅ­ταν τό κα­τώρ­θω­σε, ἔ­λε­γε πε­θαί­νον­τας: «Ὅ­σες φο­ρές μί­λη­σα, δέν τό με­τά­νοι­ω­σα».

       Καί ὁ Ἀβ­βᾶς Σι­σώ­ης, γιά τριά­ντα χρό­νια μό­νο αὐ­τή τήν προ­σευ­χή ἔ­λε­γε: «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, προ­στά­τε­ψέ με ἀ­πό τά πτώ­μα­τα τῆς γλώσ­σας μου», γιά νά μά­θη νά σι­ω­πᾶ τήν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή.

       Ὁ Σει­ράχ λέ­ει: «Πολ­λοί σκο­τώ­θη­καν ἀ­πό τό στό­μα τοῦ μα­χαι­ριοῦ. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως τό­σοι, ὅ­σοι ἔ­χουν πέ­σει ἀ­πό κα­κή γλῶσ­σα» (Σοφ. Σει­ράχ 28,18). Καί ἀλ­λοῦ: «Μα­κά­ριος αὐ­τός πού μέ τή γλῶσ­σα του δέν ἔ­σφα­λε» (Σοφ. Σει­ράχ 25,8).

       Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος εἶ­πε: «Σχε­δόν ἡ πιό εὔ­κο­λη καί πο­λύ­τρο­πη ἁ­μαρ­τί­α ἐ­νερ­γεῖ­ται μέσῳ τῆς γλώσ­σας». Καί ἀλ­λοῦ: «ἡ εὐ­κο­λί­α τῆς γλώσ­σας προ­ξε­νεῖ τά μύ­ρια κα­κά, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἡ ἀ­σφά­λεια, τά ἀ­γα­θά».