Ο Αρχιερέας να μην απλώνη τα χέρια του σε χειροτονίες αναξίων

2022-02-22

1. Ὁ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας νά μήν ἁ­πλώ­νη τά χέ­ρι­α του σέ χει­ρο­το­νί­ες ἀ­να­ξί­ων

         Μήν ἁ­πλώ­νης τά χέ­ρι­α σου γρή­γο­ρα στίς χει­ρο­το­νί­ες τῶν ἀ­να­ξί­ων, γι­α­τί καί γι­' αὐ­τό πα­ραγ­γέλ­λει πρός τόν Τι­μό­θε­ο ὁ ἴ­δι­ος Ἀ­πό­στο­λος λέ­γο­ντας∙ «Σέ κα­νέ­ναν μήν ἐ­πι­θέ­της γρή­γο­ρα τά χέ­ρι­α καί μή γί­νε­σαι συμ­μέ­το­χος σέ ξέ­νες ἁ­μαρ­τί­ες» (Α΄ Τιμ. 5,22).

Γι­ά ὅ­σες ἁ­μαρ­τί­ες πρό­κει­ται νά κά­νουν ἤ ἔ­κα­ναν αὐ­τοί πού χει­ρο­το­νή­θη­καν ἀ­νά­ξι­α, γι­ά ὅ­λες πρό­κει­ται νά ἀ­πο­λο­γη­θοῦν καί νά τι­μω­ρη­θοῦν οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς πού τούς χει­ρο­τό­νη­σαν.

Ἔ­τσι ἀ­πο­φα­σί­ζει ὁ θεῖ­ος Χρυ­σό­στο­μος: «Μήν μοῦ πῆς ὅ­τι ὁ πρε­σβύ­τε­ρος ἁ­μάρ­τη­σε, οὔ­τε ὁ δι­ά­κο­νος. Γι­α­τί ὅ­λες οἱ αἰ­τί­ες τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν πέ­φτουν πά­νω στά κε­φά­λι­α αὐ­τῶν πού τούς χει­ρο­τό­νη­σαν».

2. Μή δέχεσαι τούς ἐπαίνους καί τά ἐγκώμια,

Τί ἄλ­λο εἶ­ναι οἱ πε­ρί­φη­μοι ἔ­παι­νοι καί τά ἐγ­κώ­μια, πα­ρά ἀ­να­θυ­μιά­σεις κα­πνοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­ες βγαί­νουν ἀ­πό τό στό­μα τοῦ λα­οῦ καί δι­α­λύ­ον­ται στόν ἀ­έ­ρα, καί εἶ­ναι ἀ­να­με­μιγ­μέ­νοι μέ τίς κα­τη­γο­ρί­ες τοῦ φθό­νου;

Τά ὑψηλά καί Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κά καί Πα­τρι­αρ­χι­κά ἀ­ξι­ώ­μα­τα καί οἱ με­γά­λες βα­σι­λεῖ­ες εἶναι με­γά­λες δου­λεῖ­ες, στίς ὁ­ποῖ­ες αὐ­τοί πού ἀ­νε­βαί­νουν, μα­ζί μέ τήν ἀ­νά­βα­σι γνω­ρί­ζουν καί τήν πτῶ­σι. Καί ἀ­να­ζη­τῶν­τας ὑ­ψη­λές τι­μές, βρί­σκουν ὑ­πέρ­τα­τες κα­τα­στρο­φές. Ἡ ἡ­δο­νή εἶναι μί­α με­τα­βο­λή ἀ­συμ­βί­βα­στη μέ τήν ὑ­πο­τα­γή.

3. Τά πα­ρό­ντα εἶ­ναι μά­ται­α καί πρό­σκαι­ρα

Ἄχ! ἀ­σθμαί­νω, ἀ­γω­νι­ῶ καί στε­νο­χω­ρι­έ­μαι, ἀ­δελ­φέ, ζη­τῶν­τας νά βρῶ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα γι­ά νά σοῦ δεί­ξω πό­σο εἶναι αὐτά μά­ταια!

Ἀγα­πῶ τήν σω­τη­ρί­α σου, ὅ­πως ἀ­γα­πῶ καί τήν δι­κή μου.

Γι­ά νά κά­νω πιό κα­τα­νο­η­τό τό λό­γο μου, σοῦ φέρ­νω ὡς πα­ρά­δειγ­μα τήν πα­λίρ­ροι­α τοῦ Εὐ­ρί­που, ἡ ὁ­ποί­α λό­γω τῆς εὔ­κο­λης ἀλ­λα­γῆς τῶν ὑ­δά­των της, ὑ­πο­χρέ­ω­σε τούς σο­φούς νά ὀ­νο­μά­ζουν με­τα­φο­ρι­κά τίς με­τα­βο­λές τῶν ἀν­θρώ­πι­νων πραγ­μά­των Εὐ­ρί­πους. Για­τί τί ἄλ­λο εἶ­ναι ὅ­λος αὐ­τός ὁ τα­λαί­πω­ρος βί­ος, πα­ρά στε­νό­χω­ρη Εὔ­ρι­πος; Ὅ­που τό κα­λό καί τό κα­κό, ἡ χαρά καί ἡ λύπη, τά ὁ­ποῖ­α πάν­τα εἶ­ναι ρευ­στά καί ἀ­μοι­βαῖ­α ἀν­τι­στρέ­φον­ται. Ἄλ­λο­τε βυ­θί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο στά ἀ­γα­θά καί στίς χαρές καί ἄλ­λο­τε τόν ἀ­φή­νουν στήν ξη­ρά καί στίς λύπες; Γι­'­ αὐ­τό πρέ­πει νά δι­δα­χθῆς καί ἀ­πό αὐ­τό τό ὄ­νο­μα τοῦ Εὐ­ρί­που καί νά στα­μα­τή­σης πλέ­ον νά ἐ­πι­θυ­μῆς καί νά φαν­τά­ζε­σαι αὐ­τές τίς πρό­σκαι­ρες μα­ται­ό­τη­τες.