Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ

2022-02-26

     Νά κά­νης ὅ­σο εἶ­ναι δυ­να­τόν τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, τό ἀ­γα­θό καί εὐ­ά­ρε­στο καί τέ­λει­ο, κα­τά τόν Ἀ­πό­στο­λο (Ρωμ. 15,2). Καί ἀ­γα­θό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι τό νά κά­νης γε­νι­κά τό κα­λό, εἴ­τε μέ ἔρ­γα, εἴ­τε μέ λό­για, εἴ­τε μέ τό νοῦ. Καί εὐ­ά­ρε­στο θέ­λη­μά Του εἶ­ναι νά κά­νης τό κα­λό, ὄ­χι γιά ἄλ­λο σκο­πό, ἀλ­λά μό­νο γιά τόν Θε­ό· καί τέ­λει­ο θέ­λη­μά Του εἶ­ναι τό νά κά­νης τό κα­λό μέ ὅ­λη σου τήν προ­θυ­μί­α καί τή δύ­να­μι καί τήν ἀ­γά­πη, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­ει τό ρη­τό ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος καί ὁ ἱ­ε­ρός Θε­ο­φύ­λα­κτος λέ­γον­τας: «Πρῶ­τα λοι­πόν νά ἐ­ξε­τά­ζης τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἄν εἶ­ναι ἀ­γα­θό∙ ἔ­πει­τα, ὅ­ταν τό γνω­ρί­σης, ἐ­ξέ­τα­ζε ἄν εἶ­ναι καί εὐ­ά­ρε­στο· για­τί πολ­λά, μο­λο­νό­τι φαί­νον­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­γα­θά, δέν εἶ­ναι εὐ­ά­ρε­στα ἤ λό­γῳ τοῦ και­ροῦ ἤ λό­γῳ τοῦ προ­σώ­που,­.... καί ὅ­ταν εἶ­ναι καί ἀ­γα­θό καί εὐ­ά­ρε­στο, φρόν­τι­σε ὥ­στε νά γί­νη καί τέ­λει­ο καί ὁ­λό­κλη­ρο, ὅ­πως ἀ­παι­τεῖ­ται καί ὄ­χι ἐλλιπές».

      Κα­τά τόν θεῖ­ο Δα­μα­σκη­νό καί ὅ­λους τούς θε­ο­λό­γους, τά θε­λή­μα­τα τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι δύ­ο, προ­η­γού­με­νο, κα­τά τό ὁ­ποῖ­ο ὡς ἀ­γα­θός θέ­λει τά ἀ­γα­θά καί ἑ­πό­με­νο, κα­τά τό ὁ­ποῖ­ο ὡς δί­και­ος ἐ­πι­τρέ­πει νά ἔρ­χων­ται θλί­ψεις γιά τό συμ­φέ­ρον μας. Γι' αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη καί ἐ­σύ, ἀ­γα­πη­τέ, νά ὑ­πο­μέ­νης εὐ­χα­ρί­στως ὅ­λες τίς θλί­ψεις πού σοῦ συμ­βαί­νουν, εἴ­τε ἀ­πό τούς ἀ­νθρώ­πους, εἴ­τε ἀ­πό τούς δαί­μο­νες, ἤ καί ἀ­πό τήν δι­ε­φθαρ­μέ­νη φύ­σι, λέ­γον­τας σέ ὅ­λες ἐ­κεῖ­νο τό ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το ἀ­πό­φθεγ­μα πού συ­νή­θι­ζε νά λέ­η ὁ θεῖ­ος Χρυ­σό­στο­μος: «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ πάν­των ἕ­νε­κεν» (Ἐ­πι­στ. ι­α΄ πρός Ὀ­λυμπ.)

      Ὁ φρό­νι­μος Ὀ­δυσ­σέ­ας πρό­στα­ζε τήν καρ­διά του, γιά νά μή φο­βη­θῆ στή θά­λασ­σα λέ­γον­τας: «Τέτ­λα­θι δή κρα­δί­η καί κύν­τε­ρον ἄλ­λο πο­τ' ἔτ­λης», δη­λα­δή, κά­νε ὑ­πο­μο­νή καί τώ­ρα καρ­διά μου, για­τί καί ἄλ­λο χει­ρό­τε­ρο κά­πο­τε ὑ­πέ­φε­ρες∙ καλλί­τε­ρα ὅ­μως ψάλ­λε ἐ­ναλ­λάξ σέ κά­θε πε­ρί­στα­σι ἐ­κεί­νη τήν ἱ­ε­ρή ἐ­πω­δή τοῦ Δα­βίδ, λέ­γον­τας: «Νά ἀ­να­μέ­νης μέ ὑ­πο­μο­νή τήν βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου· ἄς κρα­ται­οῦ­ται ἡ καρ­διά σου καί νά ἐ­ξα­κο­λου­θῆς νά ἀ­να­μέ­νης τήν βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου» (Ψαλμ. 26,14).

      Καί στήν ἐρ­γα­σί­α τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Κυ­ρί­ου καί στήν ἐκ­πλή­ρω­σι τοῦ ἁ­γί­ου θε­λή­μα­τός Του, ὤ, πό­ση ἡ­δο­νή θά ἀ­πο­λαύ­ση ὁ νοῦς σου! Πό­ση χα­ρά θά λά­βη ἡ καρ­διά σου!

      Αὐ­τή τήν ἡ­δο­νή καί τή χα­ρά θέ­λον­τας νά φα­νε­ρώ­ση ὁ Σει­ράχ ἔ­λε­γε: «Τί­πο­τα δέν εἶ­ναι καλλί­τε­ρο ἀ­πό τό σε­βα­σμό στόν Κύ­ριο καί τί­πο­τα γλυ­κύ­τε­ρο ἀ­πό τήν τή­ρη­σι τῶν ἐν­το­λῶν Του» (Σοφ. Σειρ. 23,27).

      Ὡς δοῦ­λος ἀ­πό φό­βο (σε­βα­σμό) πράτ­τεις τίς ἐν­το­λές, χαί­ρε­σαι καί μα­κα­ρί­ζε­σαι, μέ τήν τή­ρη­σι τῶν ἐν­το­λῶν ἀ­νέ­παυ­σες τόν Δε­σπό­τη σου. Λέ­ει ὁ ψαλμός: «Μα­κά­ριος ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος πού σέ­βε­ται τόν Κύ­ριο. Αὐ­τός μέ ὅ­λη τήν θέ­λη­σι τῆς ψυ­χῆς του θά πο­θή­ση καί θά ἐ­κτε­λέ­ση τίς ἐν­το­λές του» (Ψαλμ. 111,1).

      Καί ἄν ἐρ­γά­ζε­σαι σάν μι­σθω­τός στόν ἀμ­πε­λῶ­να τῶν θεί­ων ἐν­το­λῶν, χαί­ρε­σαι, για­τί ἐλ­πί­ζεις νά λά­βης τέ­λει­ο τόν μι­σθό σου ἀ­πό τόν Κύ­ριο τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος πού σέ μί­σθω­σε. Για­τί λέ­ει: «Φώ­να­ξε τούς ἐρ­γά­τες καί δῶ­σε τους τό μι­σθό» (Ματθ. 20,8).

      Ἐὰν πά­λι ὡς υἱ­ός πράτ­τεις τίς ἐν­το­λές γιά τήν ἀ­γά­πη μό­νο τοῦ Πα­τέ­ρα, χαί­ρε­σαι καί ἀ­γαλ­λιά­ζεις, για­τί εὐ­χα­ρί­στη­σες καί δό­ξα­σες τόν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα σου μέ τήν ὑ­πα­κο­ή σου. Για­τί λέ­ει: «Ὁ υἱ­ός τι­μά­ει τόν Πα­τέ­ρα του· Καί ἄν ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ Πα­τέ­ρας, ποῦ εἶ­ναι ἡ τι­μή μου; Λέ­ει Κύ­ριος Παν­το­κρά­τωρ» (Μα­λαχ. 1,6).