Θέλω νά σοῦ δείξω μιά φοβερότερη μάχη πού γίνεται
απο τις μάχες του κόσμου. Ειναι οι μάχες του ποιμένα με τον διάβολο.
Αρκεί και μόνο η θέα της καταραμένης εκείνης
στρατιάς για να παραλύσει η ψυχή, αν αυτή δεν είναι γενναία.
Ο μιαρός διάβολος δεν σταματά να κτυπά μέχρι να
πετύχει την ψυχή του ποιμένα, που
αδρανεί. Ο πόλεμος του διαβόλου ειναι σφοδρότερος, αλλά καί εξυπνότερος, όταν
προσβάλλει τους ποιμένες. Είναι παμπόνηρος. Αν ρίξει τους ποιμένες, θα ρίξει
ευκολότερα και τους χριστιανούς.
*Ο διάβολος δεν κουράζεται και εκμεταλλεύεται την
κούραση μας*
Ενώ οι στρατιώτες κάνουν διάλλειμα γιά ξεκουραστούν,
ὁ διάβο- λος δεν ξεκουράζεται.
Βρίσκεται πάντοτε σε ετοιμότητα με το στρατόπεδό
του, παρατηρώντας τις στιγμές της ραθυμίας μας και εργαζόμενος για την απώλειά
μας περισσότερο από ο,τι εμείς για τη δική μας σωτηρία. Και το γεγονός οτι
αυτός δεν μας είναι ορατός και μας προσβάλλει αιφνίδια, καθιστά τον εναντίον
του πόλεμο άνισο.
Στην αντιμετώπιση του πονηρού δεν επιτρέπεται ποτέ η
απόθεση των όπλων, ούτε μπορεί να κοιμηθεί όποιος θέλει να μένει σε όλη του τη
ζωή άτρωτος.
*Θά είμαι σε ετοιμότητα η θα καταθέσω τά όπλα;*
Θέλετε,
λοιπόν, να ηγηθώ των στρατιωτών του Χριστού στη μάχη αυτή;
Μα αυτό αποτελεί δώρο στα στρατηγήματα του διαβόλου.
Ο δειλός και φοβιτσιάρης ποιμένας, σαν εμένα,
ένα από τα δύο να κάνω, ή θα καταθέσω τα όπλα μου και θα με σκοτώσει ή
θα είμαι πάντα πάνοπλος και σε εγρήγορση.
Οφείλω να διατάσσω και να ενθαρρύνω, ενώ εγω ο ίδιος
είμαι ο πλέον άπειρος και αδύνατος όλων; Με την απειρία μου προδίδω τους
στρατώτες μου και ουσιαστικά παρέχω υπηρεσία στον διάβολο μάλλον παρά στον
Χριστό.
*Η ελπίδα είναι μία. Η βοήθεια του Θεού. Τότε η νίκη
είναι βεβαία.*
(Λόγος περί Ἱερωσύνης
ΣΤ΄)